- κινδυνεύοντας
- κινδῡνεύοντας , κινδυνεύωto be daringpres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαρά, Ζαν Πολ — (Jean Paul Marat, Μπουντρί, Ελβετία 1743 – Παρίσι 1793). Γάλλος πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στην Αγγλία και μετά την επιστροφή στη πατρίδα του προσπάθησε να αναδειχθεί ως συγγραφέας, δίχως επιτυχία. Εργάστηκε ως γιατρός της σωματοφυλακής του κόμη … Dictionary of Greek
Στηλιτικά — Πολιτικές ανωμαλίες στην Ελλάδα, που συνέβηκαν κατά την ΣΤ’ βουλευτική περίοδο (Μάρτιος 1875). Η κυβέρνηση Δ. Βούλγαρη, κινδυνεύοντας να ανατραπεί κοινοβουλευτικά τον Νοέμβριο του 1874, ψήφισε τον προϋπολογισμό και κήρυξε τη λήξη της συνόδου με… … Dictionary of Greek